πάνακος

πάνακος
πάναξ
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσο(μ)πανάκος — ο, Ν 1. μικρός τσομπάνος, τσομπανόπουλο («τσομπανάκος ήμουνα, προβατάκια φύλαγα», δημ. τραγούδι) 2. ζωολ. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τού γένους sitta τής οικογένειας sittidae, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τα είδη Sitta europaea …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”